海と空

天は高く、海は深し

語形変化(1)名詞/女性名詞(1)

2010年09月03日 | ギリシャ語
語形変化(1)
 

名詞

女性名詞

1. 女性名詞 -α, -η
φωτιά ώρα θάλασσα φωνή γνώμη ζάχαρη
時間 意見 砂糖
単数
主格 φωτιά ώρα θάλασσα φωνή γνώμη ζάχαρη
属格 φωτιάς ώρας θάλασσας φωνής γνώμης ζάχαρης
対格 φωτιά ώρα θάλασσα φωνή γνώμη ζάχαρη
複数
主格 φωτιές ώρες θάλασσες φωνές γνώμες ζάχαρες
属格 φωτιών ωρών θαλασσών φωνών γνωμών なし
対格 φωτιές ώρες θάλασσες φωνές γνώμες ζάχαρες
 
a. で終わる女性名詞の語尾は -α, -ας, -α, -ες, -ων, -ες と変化する。
 
b. で終わる女性名詞の語尾は -η, -ης, -η, -ες, -ων, -ες と変化する。
 
c. 複数属格形では語末第一音節にアクセントが置かれる。
 
d. 単数形で語末第三音節にアクセントを持つ女性名詞 -η は,複数属格形を欠く: κάππαρη ケッパー
 
e. 語末第二音節にアクセントを持つ女性名詞の中にも,複数属格形を欠くものがある。: αγάπη , φιλία 友愛 (稀に 複属 φιλιών), λαχτάρα 切望, κούνια ゆりかご, κάβα ぶどう酒貯蔵室, κρεμάλα 絞首台, μαυρίλα 黒ずみ
 
2. 女性名詞 -δα, -τητα, -να, -γα, -έρα
 
σελίδα ποιότητα εικόνα μάστιγα μητέρα
ページ 品質 画像 むち
単数
主格 σελίδα ποιότητα εικόνα μάστιγα μητέρα
属格 σελίδας ποιότητας εικόνας μάστιγας μητέρας
対格 σελίδα ποιότητα εικόνα μάστιγα μητέρα
複数
主格 σελίδες ποιότητες εικόνες μάστιγες μητέρες
属格 σελίδων ποιοτήτων εικόνων μαστίγων μητέρων
対格 σελίδες ποιότητες εικόνες μάστιγες μητέρες
 
a. 複数属格形で語末第二音節にアクセントが置かれる点を除き,前項の女性名詞と同様の変化をする。古代ギリシャ語の第三変化(子音幹)名詞を起源とするか,またはそれに倣って作られたものである。括弧の中は,対応する古代語形(文語形)。
 
b. -ιδα: σελίδα (σελίς), ελπίδα (ελπίς) 希望, εφημερίδα (εφημερίς) 新聞, γαρίδα (καρίς) エビ, πατρίδα (πατρίς) 母国, παγίδα (παγίς) わな, μερίδα (μερίς) 分け前, σταφίδα (σταφίς) ぶどう, ασπίδα (ασπίς) , έριδα (έρις) 争い, Ελληνίδα (Ελληνίς) ギリシャ人女性, Γαλλίδα (Γαλλίς) フランス人女性戼㹲 -αδα: ομάδα (ομάς) 集団, εβδομάδα (εβδομάς) , Ελλάδα (Ελλάς) ギリシャ, λαμπάδα (λαμπάς) 教会用のろうそく
 
c. -τητα: ποιότητα (ποιότης), ποσότητα (ποσότης) , ταχύτητα (ταχύτης) 速度, ικανότητα (ικανότης) 能力, πιθανότητα (πιθανότης) 見込み, ταυτότητα (ταυτότης) 身分証明証, αθωότητα (αθωότης) 無邪気さ
 
d. -να: εικόνα (εικών), ακτίνα (ακτίς) 光線, αλκυόνα (αλκυών) カワセミ
 
e. -γα: μάστιγα (μάστιξ) , διώρυγα (διώρυξ) 運河, σάλπιγγα (σάλπιγξ) トランペット, φάλαγγα (φάλαγξ) ファランクス, 例外 σφίγγα 複属 σφιγγών (σφίγξ) スフィンクス
 
f. -έρα: μητέρα (μητήρ), θυγατέρα (θυγάτηρ) , γαστέρα (γαστήρ) , 例外 ημέρα 複属 ημερών (ημέρα)
 
g. その他: όρνιθα (όρνις) , πέρδικα (πέρδιξ) ウズラの一種
 
 
 
出典
 
 
 
 
 
 
 

コメント    この記事についてブログを書く
  • X
  • Facebookでシェアする
  • はてなブックマークに追加する
  • LINEでシェアする
« ギリシャ語語形変化 (2)形容詞 | トップ | 語形変化(1) 名詞/女性名... »
最新の画像もっと見る

コメントを投稿

ブログ作成者から承認されるまでコメントは反映されません。

ギリシャ語」カテゴリの最新記事